ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Πέμπτη 9 Αυγούστου 2012

ΓΑΒΙΘΑ-ΓΙΑΡΜΟΥΚ 636 μ.Χ. - Το τέλος της ελληνορωμαϊκής Μέσης Ανατολής [Μέρος Α']


Η θυελλώδης αραβική επέκταση, που δημιούργησε αυτό που στη συνέχεια, έως και σήμερα, καλούμε ‘αραβικό κόσμο’, ήταν ένα ιστορικό φαινόμενο με τεράστιες διαστάσεις και εξαιρετικά περίπλοκο. Όμως αυτό το φαινόμενο θεμελιώθηκε πάνω στη στρατιωτική επικράτηση των Αράβων επί των Βυζαντινών και των Περσών. Η καθοριστική μάχη δόθηκε κοντά στη Γαβιθά και τον ποταμό Γιαρμούκ και το αποτέλεσμα άνοιξε το δρόμο για τη νέα εποχή.
Η ελληνορωμαϊκή κυριαρχία στη Μέση Ανατολή χρονολογείτο από τον 4ο αιώνα π.Χ. και τις κατακτήσεις του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι ελληνιστικές μοναρχίες των Πτολεμαίων και των Σελευκιδών κυριαρχούσαν έως τον 1ο αιώνα π.Χ. όταν τα ηνία ανέλαβε η Ρώμη. Βεβαίως η περιοχή ήταν ιδιότυπη: οι ανώτερες τάξεις ήταν κατά κύριο λόγο ελληνόφωνες (αν και όχι πάντα ελληνικής προέλευσης, μάλλον οι περισσότεροι ήταν εξελληνισμένοι ντόπιοι) και είχαν ασπαστεί με ενθουσιασμό τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό. Την ίδια ώρα στις κατώτερες τάξεις η κυριαρχία των ντόπιων γλωσσών και πολιτισμού ήταν σχεδόν απόλυτη. Ορισμένες πόλεις ήταν κατά κύριο λόγο ελληνικές, όπως λ.χ. η Αντιόχεια, άλλες μόνο εν μέρει ελληνικές, ενώ στην ύπαιθρο η διείσδυση του ελληνικού στοιχείου ήταν από ελάχιστη έως ανύπαρκτη. Το ελληνικό στοιχείο εκείνη την εποχή αποτελούσε μέρος του ελληνορωμαϊκού πολιτισμού που είχε μετεξελιχθεί σε αυτό που αργότερα ονομάστηκε ‘βυζαντινός πολιτισμός’. Αυτός ο μεικτός πολιτισμός, που συνδύαζε τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων με την πολιτική και διοικητική παράδοση των Ρωμαίων (και, φυσικά, τη χριστιανική θρησκεία στο ελληνορθόδοξο δόγμα της), ήταν κυρίαρχος στη ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά την πτώση της Ρώμης στους βάρβαρους. Και το ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας αυτής εξελίχθηκε στο ‘Βυζάντιο’. Βασικότατο στοιχείο στην πολιτική ιδεολογία και τον πολιτισμό του Βυζαντίου ήταν όπως αναφέραμε ήδη και η χριστιανική θρησκεία, την οποία οι μεσανατολίτες και οι βορειοαφρικάνοι υπήκοοι της αυτοκρατορίας είχαν ασπαστεί από νωρίς και με ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Γενικά στο νοτιοανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας ο χριστιανισμός είχε βαθιές ρίζες, όχι όμως τόσο βαθιές ώστε να αποτρέψει τελικά τον εξισλαμισμό της περιοχής και την επιβίωση της χριστιανικής θρησκείας σε μικρές μόνο πληθυσμιακές νησίδες. Και η αιτία γι’ αυτό, όπως και για την εύκολη επικράτηση των Αράβων στην περιοχή, ήταν κατά κύριο λόγο οι πολιτικές διαφορές με τη βυζαντινή εξουσία, διαφορές που είχαν λάβει το μανδύα των ‘θρησκευτικών διαφορών’ σε μια εποχή που ο θρησκευτικός ανταγωνισμός ήταν το βασικό και κύριο πεδίο διαφοροποίησης των εθνών.
Αρκετοί είναι οι ερευνητές που εντοπίζουν την αδυναμία του Βυζαντίου να κρατήσει τις περιοχές αυτές, στη θρησκευτική διαμάχη της κεντρικής εξουσίας με τους κατοίκους τους. Κατά κύριο λόγο, οι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Συρίας (οι τελευταίοι συλλογικά ονομάζονται από κάποιους ερευνητές ‘Αραμαίοι’, ωστόσο η επικράτηση της αραμαϊκής γλώσσας στην πλειοψηφία των κατοίκων δε σημαίνει ότι ήταν και Αραμαίοι) είχαν ασπαστεί το μονοφυσιτικό δόγμα. Αυτή η θρησκευτική διαφοροποίηση με το Βυζάντιο, όπου το ελληνορθόδοξο δόγμα ήταν κυρίαρχο και επίσημη θρησκευτική έκφραση της πολιτείας, έπαιξε τεράστιο ρόλο σύμφωνα με τους ίδιους ερευνητές στην τελική επικράτηση των Αράβων στην περιοχή. Ωστόσο μάλλον η αλήθεια είναι αντίστροφη: οι θρησκευτικές διαμάχες γεννήθηκαν και συντηρήθηκαν ακριβώς εξαιτίας των ‘κοσμικών’ διαφορών που υπήρχαν μεταξύ κυρίαρχων και κυριαρχούμενων. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ήταν κατακτητές της περιοχής και ουδέποτε κατόρθωσαν να την αφομοιώσουν πλήρως και να την κάνουν μέρος του ελληνορωμαϊκού κόσμου στο μέτρο λ.χ. που οι Ρωμαίοι είχαν εκρωμαϊσει σχεδόν απόλυτα τη Γαλατία και την Ιβηρική ή στο μέτρο που η Μικρά Ασία εξελληνίστηκε όπως και το μεγαλύτερο μέρος των Βαλκανίων. Οι ρίζες αυτής της αδυναμίας βρίσκονται στην εποχή των Ελλήνων κυρίαρχων της περιοχής, οι οποίοι δεν προσπάθησαν καν να πετύχουν κάποια πολιτισμική ισορροπία. Είχαμε έτσι το φαινόμενο οι Πτολεμαίοι της Αιγύπτου να αρνούνται να μάθουν Αιγυπτιακά, τη γλώσσα που ήταν η μοναδική που μιλούσε το 90% των υπηκόων τους! Πρώτη απ’ όλους τους Πτολεμαίους η Κλεοπάτρα Ζ’ Φιλοπάτωρ (η γνωστή Κλεοπάτρα που έμεινε στην ιστορία μεταξύ των άλλων για τους θυελλώδεις έρωτές της με τον Ιούλιο Καίσαρα και τον Αντώνιο) έκανε τον κόπο να μάθει Αιγυπτιακά! Η Κλεοπάτρα ήταν και η τελευταία των Πτολεμαίων φαραώ της Αιγύπτου. Λιγότερο αποκομμένη από τους υπηκόους της ήταν η εξουσία στην αυτοκρατορία των Σελευκιδών, όπου έγιναν και συστηματικές προσπάθειες εξελληνισμού του πληθυσμού σε κάποιες περιοχές (λ.χ. Ιουδαία). Ωστόσο κι εκεί το μικρό ποσοστό των ελληνογενών πληθυσμών σε σχέση με τους ντόπιους δεν επέτρεψε την ουσιαστική πρόοδο σε αυτόν τον τομέα και οι προσπάθειες εξελληνισμού και των κατώτερων τάξεων συνάντησαν αντίδραση, που έφθασε και στην ανοιχτή εξέγερση (λ.χ. επανάσταση των Μακκαβαίων).
Οι Ρωμαίοι προσπάθησαν με τη γνωστή ρωμαϊκή μεθοδικότητα να πετύχουν καλύτερα αποτελέσματα, ωστόσο ουδέποτε πέρασε στα λαϊκά στρώματα της Ανατολής ο ρωμαϊκός πολιτισμός. Εν μέρει αυτό ίσως οφείλεται στο ότι σταδιακά προέκυψε το υβρίδιό του ρωμαϊκού πολιτισμού με τον ελληνικό, ένα υβρίδιο που επικράτησε στους πληθυσμούς των μεγαλύτερων πόλεων του ανατολικού μισού της αυτοκρατορίας, αλλά απέτυχε να διαπεράσει, όπως προείπαμε, τα λαϊκά στρώματα. Το αποτέλεσμα ήταν πάντα να υπάρχει μια απόσταση μεταξύ της εξουσίας (ελληνικής και στη συνέχεια ρωμαϊκής) και του ντόπιου πληθυσμού στην Αίγυπτο και τη Μέση Ανατολή. Κατά τον 6ο αιώνα μ.Χ. η διάσταση μεταξύ των πληθυσμών της Μ. Ανατολής και της βυζαντινής εξουσίας έφθασε στο χειρότερο σημείο της, καθώς ο Ιουστινιανός ασχολείτο με την περιοχή μόνο για να επιβάλει νέους, επαχθείς φόρους, με τους οποίους χρηματοδοτούσε τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του για ανακατάληψη του δυτικού μισού της αυτοκρατορίας. Αυτή η πολιτική οδήγησε σε αποξένωση από την αυτοκρατορική εξουσία τους ντόπιους πληθυσμούς, μια αποξένωση που εκφράστηκε με θρησκευτικούς όρους και οδήγησε τελικώς στην απώλεια των εδαφών αυτών, όπως θα δούμε στη συνέχεια. Όσο περνούσαν τα χρόνια και οι ηγεμόνες της αυτοκρατορίας δεν έκαναν κάτι για να προσεταιριστούν ξανά τους κατοίκους της περιοχής, τόσο μεγαλύτερη γινόταν η έχθρα που ένοιωθαν οι τελευταίοι για τη βυζαντινή εξουσία. Για το λόγο αυτό, όταν η μεγάλη δύναμη των Περσών ανέκαμψε με τη δυναστεία των Σασσανιδών, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού της περιοχής είδαν στους Πέρσες την ευκαιρία να αποσείσουν τη ρωμαϊκή εξουσία. Όμως οι Ρωμαίοι της Ανατολής αποδείχτηκαν υπερβολικά ισχυροί για τους Πέρσες, παρότι η δύναμη των τελευταίων την εποχή εκείνη ήταν τεράστια και η αναγεννημένη περσική αυτοκρατορία είχε αφθονία πόρων και μέσων.
Η κοσμοϊστορική σύγκρουση μεταξύ Περσών και Βυζαντινών, είχε ως αποτέλεσμα τη συντριβή των Περσών, που πέρασαν πλέον υπό καθεστώς κηδεμονίας της ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η τελευταία είχε κατορθώσει να αναγεννηθεί από τις στάχτες της, σε μια εποχή που είχε χάσει τον έλεγχο στο μεγαλύτερο μέρος της βαλκανικής (κάποια στιγμή μόνο ένα μέρος της Θράκης βρισκόταν υπό αυτοκρατορικό έλεγχο) και ολόκληρη τη Μ.Ανατολή. Ωστόσο η δύναμη του Βυζαντίου είχε δεχτεί ένα ισχυρό χτύπημα από την τρομερή διαμάχη με τους Πέρσες και ο Ηράκλειος, ένας από τους πλέον ικανούς αυτοκράτορες που πέρασαν από την Κωνσταντινούπολη, αναγκάστηκε να εφαρμόσει μια δρακόντεια πολιτική για να επιτρέψει στο κράτος να ορθοποδήσει από τις καταστροφές, τις απώλειες και τις υπέρογκες δαπάνες που προκάλεσε ο πόλεμος. Και κύριος στόχος αυτής της δρακόντειας πολιτικής έγιναν οι ανακαταληφθείσες από τους Πέρσες περιοχές της Μέσης Ανατολής. Αντίθετα με πολλούς από τους προκατόχους του, ο Ηράκλειος είχε κατανοήσει (κατά τα φαινόμενα) ότι η σταθεροποίηση της εξουσίας του Βυζαντίου σε αυτήν την ιδιότυπη περιοχή, περνούσε μέσα από την πολιτισμική (άρα και θρησκευτική) αφομοίωση των ντόπιων. Με τους Πέρσες στο περιθώριο, ο στόχος αυτός ήταν ευκολότερο να επιτευχθεί. Για να τρωθεί το φρόνημα των ντόπιων που αντιστέκονταν στη βυζαντινή εξουσία αλλά και για να γεμίσουν ξανά τα αυτοκρατορικά ταμεία με χρήματα, ο Ηράκλειος επέβαλλε απεχθή φορολογία στους κατοίκους αυτών των περιοχών, την ώρα που οι θρησκευτικές διώξεις των μονοφυσιτών ξεκινούσαν ξανά, ήδη από το 628. Ο Ηράκλειος προφανώς θεωρούσε ότι η συντριβή των Περσών, της μόνης δύναμης στην οποία μπορούσαν να προσβλέπουν οι πληθυσμοί αυτοί για να σταθεί ενάντια στη βυζαντινή ισχύ, επέτρεπε τη σκλήρυνση της πολιτικής ενάντια στους αντιφρονούντες. Είχε κάνει ένα μοιραίο λάθος, αφού την εποχή αυτή η νέα μεγάλη δύναμη του κόσμου ανέτειλε: το Ισλάμ και οι φορείς του, οι Άραβες.

Η ΑΡΑΒΙΚΗ ΕΠΕΚΤΑΣΗ
Αν και οι περισσότεροι πιστεύουν ότι οι Άραβες εμφανίστηκαν στην ιστορία ξαφνικά τον 7ο αιώνα μ.Χ. βγαίνοντας από τις ερήμους και καταλαμβάνοντας εξ απήνης τον πολιτισμένο κόσμο, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική: οι Άραβες είχαν μακρά ιστορία στην περιοχή και ένα μεγάλο μέρος τους ήταν εγκατεστημένοι πληθυσμοί και όχι νομάδες. Μάλιστα κάποιες αραβικές φυλές είχαν κατά καιρούς δημιουργήσει σημαντικούς πολιτισμούς και ισχυρά βασίλεια. Οι Άραβες ήταν σημιτικής καταγωγής, όπως κι αρκετές από τις φυλές της περιοχής της Μέσης Ανατολής. Μεταξύ των γνωστότερων αραβικών φύλων που είχαν δημιουργήσει σημαντικούς πολιτισμούς ήταν οι Ναβαταίοι που είχαν δημιουργήσει μεταξύ των άλλων και την περίφημη πόλη της Πέτρας, οι Παλμυραίοι (με γνωστότερη βασίλισσά τους την περίφημη ‘Ζηνοβία’ των ελληνικών πηγών, Ζαϊνάμπ το αραβικό της όνομα), οι Σαβαίοι κ.α. Την εποχή στην οποία αναφερόμαστε, οι γνωστότεροι στους Βυζαντινούς Άραβες, ήταν οι Γασσανίδες και οι Λαχμίδες. Αμφότεροι εγκατεστημένοι πληθυσμοί, σε περιοχές της Μ.Ανατολής, οι πρώτοι ήταν σύμμαχοι των Βυζαντινών και οι δεύτεροι των Σασσανιδών Περσών. Γνωστοί ήταν επίσης οι Ιδουμαίοι. Αλλά και στην κυρίως αραβική χερσόνησο, υπήρχαν πολλές σημαντικές πόλεις, που αποτελούσαν σημαντικά εμπορικά κέντρα. Ένα σημαντικό μέρος των Αράβων ήταν νομαδικές φυλές, που είχαν ιδιαίτερα εντυπωσιακή πολεμική παράδοση. Μάλιστα αναφέρεται ότι οι Άραβες των πόλεων έστελναν συχνά τα παιδιά τους στις φυλές της ερήμου (με τις οποίες σχεδόν όλες οι αραβικές οικογένειες των πόλεων είχαν συγγενικούς δεσμούς) για να τα εκπαιδεύσουν στις τέχνες του πολέμου. Τα εγκατεστημένα αδέλφια τους στις περιοχές της Μέσης Ανατολής κατά κύριο λόγο ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης, αρκετοί δε ζούσαν σε πόλεις και μεγάλους οικισμούς της αυτοκρατορίας ως έμποροι και τεχνίτες. Παρόμοιες ήταν και οι ασχολίες εκείνων των Αράβων που κατοικούσαν στους μεγαλύτερους οικισμούς της χερσονήσου. Αντίθετα εκείνοι που συνέχιζαν τον νομαδικό ή ημι-νομαδικό βίο, ήταν κατά βάση εκτροφείς ζώων, ποιμένες. Τρεις κύριες ομάδες, η διάκριση μεταξύ των οποίων αφορούσε κυρίως στην κοινωνική πραγματικότητα και όχι τη φυλετική τους προέλευση, κυριαρχούσαν μεταξύ των νομάδων και ημι-νομάδων Αράβων: οι Μπατβ, εκείνοι που ονομάζονται σήμερα Βεδουίνοι, οι οποίοι ασχολούνταν κατά βάση με την εκτροφή καμηλών, οι Σουάγι, που ήταν εκτροφείς καμηλών και προβάτων και οι ημι-νομάδες Ραάβ. Σε γενικές γραμμές οι νομαδικοί αραβικοί πληθυσμού στις αρχές του 7ου αιώνα κατοικούσαν βασικά στην αραβική χερσόνησο, μετακινούμενοι μεταξύ των περιοχών της ερήμου και ζώντας σε μια ιδιότυπη ισορροπία τόσο μεταξύ τους - μια ισορροπία που διακοπτόταν συχνά-πυκνά με διαμάχες μεταξύ των φυλών - όσο και με την άγρια και σκληρή φύση. Θρησκευτικά, οι Άραβες ήταν στην πλειοψηφία τους παγανιστές, ωστόσο μεγάλα τμήματα αραβικών πληθυσμών, τόσο εγκατεστημένων όσο και νομάδων, είχαν ασπαστεί είτε τη χριστιανική, είτε την ιουδαϊκή πίστη. Θα λέγαμε ότι μεταξύ των μόνιμα εγκατεστημένων Αράβων, οι χριστιανοί ήταν η πλειοψηφία, με πολύ λιγότερες να ακολουθούν τις προγονικές παγανιστικές λατρείες και τον Ιουδαϊσμό. Αυτό που δεν διέθεταν οι Άραβες στην εποχή πριν την εμφάνιση του Ισλάμ, ήταν πολιτική ενότητα. Πάμπολλες φατρίες αντιμάχονταν η μία την άλλη σε μια αέναη διελκυστίνδα δύναμης, που δεν επέτρεπε οποιαδήποτε σκέψη για επέκταση των Αράβων εκτός της περιοχής όπου κατοικούσαν από τα βάθη της αρχαιότητας.
Όμως στα 570 μ.Χ. γεννήθηκε στη Μέκκα, ένα από τα σημαντικότερα κέντρα των Αράβων, ένας άνδρας που έμελλε να αλλάξει τη μοίρα των συμπατριωτών του, αλλά και την όψη του κόσμου. Το όνομά με το οποίο έμεινε στην ιστορία ήταν Αμπού αλ Κβασίμ Μωχαμάντ ιμπν Αμπντ Αλλάχ ιμπν Αμπντ αλ Μουταλίμπ ιμπν Χασίμ, ή πιο απλά Μωάμεθ. Από τις αρχές του 7ου αιώνα ο Μωάμεθ άρχισε να κηρύττει μια νέα πίστη, μια θρησκεία που βρήκε άμεσα απήχηση στις μάζες. Η νέα πίστη που κήρυττε ο Μωάμεθ συνδύαζε στοιχεία των παλιότερων μονοθεϊστικών θρησκειών (χριστιανισμός, ιουδαϊσμός) με στοιχεία από την αραβική παράδοση και πολιτισμό και αποτελούσε την ‘απάντηση’ στο αίτημα των καιρών, δηλαδή στο αίτημα για την εξεύρεση ενός τρόπου για την πολιτική ένωση των διασπασμένων αραβικών φυλών. Ο Μωάμεθ κατόρθωσε ταχύτατα να αποκτήσει τον έλεγχο του μεγαλύτερου μέρους της αραβικής χερσονήσου και έσπευσε να θέσει σε εφαρμογή ένα από τα βασικότερα δόγματα του πρώιμου Ισλάμ: την ‘κήρυξη’ της πίστης και σε εκείνους που δεν γνωρίζουν το Ισλάμ, με τη χρήση βίας. Το αποτέλεσμα ήταν η τρομερή αραβική κατάκτηση, μια από τις εντυπωσιακότερες και ταχύτερες που έχει καταγράψει η ιστορία.
Οι δύο μεγάλες δυνάμεις της εποχής, το Βυζάντιο και οι Σασσανίδες, δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την επέκταση των Αράβων. Οι αιτίες ήταν πολλές και ποικίλες και οι κυριότερες εξ αυτών έχουν ήδη αναφερθεί. Να προσθέσουμε απλώς για την Περσία, ότι ήταν ακόμη πιο αποδυναμωμένη απ’ ότι το Βυζάντιο (άλλωστε, ήταν η ηττημένη του μεταξύ τους πολέμου) και όχι απλώς έχασε εδάφη της από την ανερχόμενη αραβική δύναμη, αλλά συνετρίβη ολοκληρωτικά και εντάχθηκε εξ ολοκλήρου στο υπό δημιουργία χαλιφάτο. Η αχανής σασσανιδική αυτοκρατορία, που κάλυπτε μια έκταση από τις υπώρειες του Καυκάσου έως την Αρμενία και από τα όρια της Συρίας έως το σημερινό Αφγανιστάν, δεν μπόρεσε να αντισταθεί στην ορμή των νεοφώτιστων του Ισλάμ, που σαν θύελλα παρέσυραν τη μία μετά την άλλη τις στρατιές που προσπαθούσαν να τους αντιμετωπίσουν. Ταυτόχρονα με την επίθεση ενάντια στην Περσία, οι Άραβες άρχισαν να επιτίθονται και ενάντια σε περιοχές που βρισκόταν υπό τον έλεγχο των Βυζαντινών. Αν και αρχικά φαινόταν ότι αυτές οι επιθέσεις ήταν κυρίως επιδρομές με στόχο την αποκόμιση λείας, σύντομα φάνηκε ότι οι Άραβες είχαν έλθει για να κατακτήσουν και όχι να λεηλατήσουν.
Την εποχή αυτή οι στρατοί των Αράβων ήταν ιδιαίτερα αξιόμαχοι, παρότι δεν έφθαναν σε μέγεθος τους αντίστοιχους βυζαντινούς ή περσικούς. Το κύριο όπλο τους ήταν το ιππικό, που αποτελείτο από εξαίρετους ιππείς, ‘μάστορες’ σε κινητικές τακτικές και ιδιαίτερα επιδέξιους στον χειρισμό των όπλων. Οι ανώτερης τάξης ιππείς ήταν μάλιστα θωρακισμένοι, φορώντας αλυσιδωτό θώρακα, ενώ τα κύρια επιθετικά όπλα ιππέων και πεζών ήταν ένα κοντό δόρυ, το αραβικό σπαθί και το τόξο. Την εποχή αυτή οι αραβικοί στρατοί διέθεταν και αρκετούς ελαφρά οπλισμένους πεζούς. Αναφέραμε ήδη ότι το μέγεθος των στρατών τους ήταν αρχικά αρκετά μικρό. Αυτό αντισταθμιζόταν αφενός από το πλήθος των στρατιών που επιχειρούσαν σε διαφορετικά μέτωπα και όταν παρίστατο ανάγκη προσπαθούσαν να συντονίσουν τη δράση τους και να συγκεντρωθούν για να αντιμετωπίσουν μια ισχυρή στρατιά του εχθρού και αφετέρου από τη σχεδόν υπερφυσική κινητικότητά τους. Οι Άραβες ήταν συνηθισμένοι στις συνθήκες της ερήμου και στο άνυδρο περιβάλλον της Μέσης Ανατολής και μπορούσαν να κινηθούν πολύ ταχύτερα απ’ οποιαδήποτε βυζαντινή ή περσική στρατιά. Είχαν ανάγκη από λιγότερα εφόδια, μπορούσαν να αντέξουν τις ακραίες κλιματολογικές συνθήκες της ερήμου και είχαν συνηθίσει να πολεμούν κάτω από τον καυτό ήλιο της αραβικής χερσονήσου. Από τη στιγμή που οι τρομεροί αυτοί πολεμιστές ενώθηκαν και δημιούργησαν στρατιές που αριθμούσαν χιλιάδες φανατισμένων ανδρών, κάτω από το λάβαρο του Ισλάμ, ήταν μόνο θέμα χρόνου να επεκταθούν έξω από την αραβική χερσόνησο. Το Ισλάμ ευτύχησε να βρει τόσο τους Ρωμαίους όσο και τους Πέρσες αποδυναμωμένους και διασπασμένους. Σαφώς θα ήταν παρακινδυνευμένο να προβλέψουμε τι θα γινόταν αν Βυζάντιο και Σασσανίδες δεν είχαν εξαντληθεί αποφασιστικά από τις μεταξύ τους διαμάχες ή αν η βυζαντινή αρχή είχε την υποστήριξη των ντόπιων πληθυσμών (οι οποίοι υποδέχτηκαν τους Άραβες σχεδόν με ανοιχτές αγκάλες). Ωστόσο η ιστορία δεν γράφεται με ‘αν’ και γεγονός είναι ότι η συγκυρία ήταν ιδανική για την επέκταση των Αράβων. Σύντομα το σπαθί του προφήτη θα άνοιγε δρόμο σε Ασία και Αφρική, καθώς ο ένας λαός μετά τον άλλο υπέκυπτε στους αφιονισμένους πολεμιστές της ιερής πίστης.
Στην άλλη πλευρά βρισκόταν οι Βυζαντινοί στρατοί. Η εποχή του Ηρακλείου ήταν μια εποχή έντονων αλλαγών, αφού η στροφή στον εξελληνισμό της ανατολικής αυτοκρατορίας είχε αρχίσει να συντελείται και μάλιστα ο Ηράκλειος ήταν ο πρώτος εκ των αυτοκρατόρων του Βυζαντίου που υιοθέτησε επίσημα τον ελληνικό τίτλο ‘Βασιλεύς’ ως ενδεικτικό του αξιώματός του. Παράλληλα και εξαιτίας της απώλειας του μεγαλύτερου μέρους της βαλκανικής και της Μ.Ανατολής, αλλά και συνέπεια σοβαρότατων παραλείψεων των αυτοκρατόρων που προηγήθηκαν, το ισχύον στρατιωτικό σύστημα είχε καταρρεύσει, όπως και ο θεσμός των ‘λιμιτανέων’ (limitanei) των συνοριοφυλάκων δηλαδή. Το θεματικό σύστημα, που τόσο εντυπωσιακά αποτελέσματα θα απέδιδε τους επόμενους αιώνες, βρισκόταν ακόμη σε εμβρυακό στάδιο, όπως και ο θεσμός της κληρονομικής στρατιωτικής υπηρεσίας. Οι δυνάμεις των Βυζαντινών ήταν επίστρατοι και μισθοφόροι, ενώ βρισκόταν σε ισχύ και ο θεσμός των ‘φοϊδεράτων’, δηλαδή των συμμάχων. Στις εκστρατείες των Βυζαντινών στη Μ.Ανατολή, οι κυριότεροι φοϊδεράτοι ήταν οι Γασσανίδες Άραβες. Ένας πλήρης βυζαντινός στρατός εκστρατείας την εποχή αυτή περιλάμβανε, εφόσον ήταν επικεφαλής ο αυτοκράτορας, τις δυνάμεις των Κομιτάτων, που ήταν ο προσωπικός στρατός του αυτοκράτορα και κατά κανόνα ήταν ιππείς με υψηλό βαθμό εκπαίδευσης και πολύ καλό εξοπλισμό. Μεταξύ των επίλεκτων ιππικών δυνάμεων βρισκόταν και οι Οπτιμάτοι, που επίσης ήταν μέρος του κεντρικού στρατού, όπως άλλωστε και οι Βουκελάριοι, που είχαν γίνει μέρος του τακτικού στρατού επί Μαυρίκιου. Οι τελευταίοι ήταν παλιότερα οι προσωπικοί στρατοί των πλέον ισχυρών στρατηγών του Βυζαντίου. Όσον αφορά στον οπλισμό και τη λειτουργία τους, οι ιππείς των αυτοκρατορικών δυνάμεων ήταν ένα ιππικό ‘πολλαπλών ρόλων’. Ο οπλισμός του τυπικού Βυζαντινού ιππέα αναφέρεται αναλυτικά στο "Στρατηγικόν" του Μαυρίκιου: ένα "κοντάριον" (λόγχη) που ήταν αρκετά ελαφρύ αλλά μακρύ και ο χειρισμός του γινόταν με τα δύο χέρια, ένα "σπάθιον" (μακρύ ιππικό σπαθί, απόγονος της ρωμαϊκής spatha) και ένα "τοξάριον" (τόξο) με φαρέτρα που χωρούσε 40 βέλη. Τα πλέον επίλεκτα τμήματα φορούσαν ιδιαίτερα βαρείς θώρακες και χαρακτηριζόταν "κατάφρακτοι". Και τα άλογά τους έφεραν μερική θωράκιση. Αν και δεν ήταν τόσο βαριά θωρακισμένοι όπως οι ‘κλιβανάριοι’ που δρούσαν μέχρι τα μέσα του 6ου αιώνα (και θα επανερχόταν αργότερα ως ‘κλιβανοφόροι’) οι κατάφρακτοι ήταν ένα τρομερό βαρύ ιππικό.
Αν και το ιππικό γενικά ήταν οπλισμένο βάσει των αυτοκρατορικών προτύπων, στο πεζικό υπήρχε μια πανσπερμία δυνάμεων, κατά κύριο λόγο μισθοφορικών, που κατά κανόνα διατηρούσαν τον οπλισμό που έφεραν και πριν την ένταξή τους σε αυτοκρατορική υπηρεσία. Το πλέον επίλεκτο σώμα την εποχή του Ηράκλειου ήταν οι Εξκουβίτορες, οι οποίοι ήταν τυπικοί δορυφόροι "σκουτάτοι", εξοπλισμένοι με ασπίδα, κράνος, δόρυ και αλυσιδωτό θώρακα. Ο Βυζαντινός στρατός διέθετε πολυάριθμα τμήματα τοξοτών και σφενδονητών, είτε γηγενών του τακτικού στρατού, είτε μισθοφόρων ή φοϊδεράτων. Γενικά ο στρατός του Βυζαντίου την περίοδο αυτή ήταν ένας ανομοιογενής στρατός αποτελούμενος από πολλά διαφορετικά στοιχεία. Μεταξύ των εθνικοτήτων που παρήλαυναν από τις τάξεις του, ήταν Έλληνες, διάφοροι μικρασιάτες, Αρμένιοι, άλλοι κάτοικοι της βαλκανικής Χερσονήσου, Σλάβοι που συνήθως ήταν αιχμάλωτοι πολέμου ή βίαια επιστρατευμένοι, ενώ λιγότεροι ήταν οι κάτοικοι της εγγύς Ανατολής που στρατολογούνταν. Σύμφωνα με τους σύγχρονους μελετητές, το μέγεθος του στρατού του Βυζαντίου την εποχή αυτή ήταν κάτι παραπάνω από 80.000 άνδρες, ωστόσο η πλειοψηφία αυτών ήταν απασχολημένοι σε καθήκοντα φρούρησης των εκτεταμένων συνόρων της αυτοκρατορίας. Τα μόνα στρατεύματα διαθέσιμα για εκστρατεία ήταν οι δυνάμεις που στάθμευαν στην Κωνσταντινούπολη, όχι παραπάνω από 15.000 άνδρες την εποχή αυτή και φυσικά οι ντόπιοι επίστρατοι.......
http://alkiviades.blogspot.gr/

Συνεχίζεται.....

Δεν υπάρχουν σχόλια: