ΕΥΔΑΙΜΟΝ ΤΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ,ΤΟ Δ ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΤΟ ΕΥΨΥΧΟΝ ΚΡΙΝΟΜΕΝ...…

[Το μπλόγκ δημιουργήθηκε εξ αρχής,γιά να εξυπηρετεί,την ελεύθερη διακίνηση ιδεών και την ελευθερία του λόγου...υπό το κράτος αυτού επιλέγω με σεβασμό για τους αναγνώστες μου ,άρθρα που καλύπτουν κάθε διάθεση και τομέα έρευνας...άρθρα που κυκλοφορούν ελεύθερα στο διαδίκτυο κι αντιπροσωπεύουν κάθε άποψη και με τά οποία δεν συμφωνώ απαραίτητα.....Τά σχόλια είναι ελεύθερα...διαγράφονται μόνο τά υβριστικά και οσα υπερβαίνουν τά όρια κοσμιότητας και σεβασμού..Η ευθύνη των σχολίων (αστική και ποινική) βαρύνει τους σχολιαστές..]




Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

ΑΕΡΑΣ ΤΗΝ ΦΥΣΑΕΙ ΤΗΝ ΓΑΛΑΝΟΛΕΥΚΗ ΠΕΡΗΦΑΝΑ ΣΤΗΜΕΝΗ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ......Η ΣΗΜΑΙΑ ΜΑΣ.....[ΕΟΡΤΑΖΕΙ 27 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ]....

Αέρας τά φυσάει τα πλατανόφυλλα
Θεος νά τα φυλάει τα Ελληνόπουλα.......

Η αρχή της ιστορίας της σημαίας ανάγεται στην Αρχαιότητα. Έτσι, πολύ πριν από τον 6° αιώνα π.Χ., διάφοροι ανατολικοί λαοί (Ασσύριοι, Αιγύπτιοι, Πέρσες, Χετταίοι κ.ά.) χρησιμοποιούσαν κατά τη διάρκεια του πολέμου διάφορα σύμβολα που συνήθως είχαν θεία προέλευση, τα οποία μεταβλήθηκαν σε εμβλήματα (π.χ. η Κιβωτός των Ιουδαίων, ο αετός ή ο λευκός ίππος των Περσών κ.ά). Τα εμβλήματα αυτά τοποθετούνταν σε κοντάρια, τους «εμβληματοφόρους κοντούς». Στην αρχή τα εμβλήματα ήταν μεταλλικά, αλλά με την πάροδο του χρόνου παριστάνονταν σε τεμάχια υφάσματος. Με τον τρό­πο αυτό δημιουργήθηκαν οι πρώτες σημαίες των αρχαίων χρόνων.

Οι Αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν ( τέλος 7ου αι. π.Χ. και εξής) τα σημεία ή επισήματα στις ασπίδες τους και στην πρώρα των πλοίων, για ν αναγνωρίζονται εύκολα μεταξύ τους οι στρατιώτες των μονάδων (Λ=Λακεδαιμόνιοι, Σ=Σικυώνιοι, παραστάσεις θεών ή συμβόλων τους, ζώων, μυθικών όντων κλπ). Ο Μέγας Αλέξανδρος χρησιμοποιούσε στο στράτευμα του σημαίες πορφυρού (=κόκκινου) υφάσματος, που ονομάζονταν φοινικίδες και τοποθετούνταν στην κορυφή των σαρισ(σ)ών (=επιμήκων δοράτων). Αργότερα οι Ρωμαίοι χρησιμοποιούσαν ανάλογα διακριτικά εμβλήματα, τα signa (=σημεία). Ιδιαιτέρως το Ιππικό της Ρώμης είχε σημαίες από ρούσσισν (δηλ. ερυθρό) ύφασμα, ονομαζόμενες vexilla.

Το κυριότερο ρωμαϊκό έμβλημα, ο αετός (aquila) χρησιμοποιούνταν μέχρι το φθινόπωρο του 312 μ.Χ., οπότε αντικαταστάθηκε κατόπιν διαταγής του Μεγάλου Κωνσταντίνου με το μονόγραμμα του Χριστού (σύμπλεγμα των γραμμάτων Χ και Ρ). Τη σημαία αυτή (labarum-λάβαρον) χρησιμοποίησε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία επί μεγάλο διάστημα. Εξέλιξη αυτού του λαβάρου ήταν η σημαία της εποχής της δυναστείας των Παλαιολόγων, δηλ. λευκή με γαλάζιο σταυρό και 4 χρυσές ακτίνες που στα άκρα τους είχαν ισάριθμα γαλάζια Β που σήμαιναν «Βασιλεύς βασιλέων βασιλεύων βασιλευόντων». Ο Δικέφαλος Αετός, από το 1300 μ.Χ. και εξής, ήταν το έμβλημα των Βασιλέων της Νικαίας και μελών του Αυτοκρατορικού Οίκου των Παλαιολόγων.


Κατά την Τουρκοκρατία οι επαναστατικές σημαίες έφεραν παράσταση με τον Δικέφαλο Αετό ή με Σταυρό. Στις 26 Φεβρ. 1821 υψώθηκε στο Ιάσιο της Μολδαβίας η πρώτη σημαία της Ελληνικής Παλιγγενεσίας, που χρησιμοποίησε ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στον ηρωικό αγώνα του κατά των Τούρκων. Στη μία όψη έφερε την εικόνα του Σταυρού και των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης και την επιγραφή «Εν τούτω νίκα» και στην άλλη παράσταση του Φοίνικος και την επιγραφή «Εκ της κόνεώς μου αναγεννώμαι». Σχεδόν ένα μήνα αργότερα ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ύψωσε στη Μονή Αγίας Λαύρας το περίφημο λάβαρο της Επαναστάσεως. Είχε ορθογώνιο σχήμα και απεικόνιση της Κοιμήσεως της Θεοτόκου.

Κατά την Επανάσταση του 1821 χρησιμοποιήθηκαν ποικίλες σημαίες, στις οποίες σημαίνουσα παράσταση είναι αυτή του Σταυρού. Η Α' Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου (1 Ιανουαρίου 1822) καθόρισε ως «χρώματα του Εθνικού σημείου» το «κυανούν και λευκόν» και ως παράσταση αυτή του Σταυρού. Ο αριθμός των 9 λωρίδων της Ελληνικής Σημαίας ανταποκρίνεται, κατά την επικρατέστερη άποψη, στις συλλαβές της γνωστής φράσεως «Ελευθερία ή θάνατος» που αναγραφόταν σε μερικές σημαίες, όταν εξερράγη η Επανάσταση του 1821.

Ο λεπτομερής καθορισμός της Σημαίας μας έγινε κατά καιρούς με διάφορα Διατάγματα, όπως αυτό της 30.7.1828 (Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας) της 4/16 Απρ. 1833 και 28 Αυγ. 1858 (Βασιλεύς Όθων), 28 Δεκ. 1863 (Βασιλεύς Γεώργιος Α') κ.ά. Ο πλέον πρόσφατος σχετικός Νόμος είναι ο υπ' αρ. 851 της 21 Δεκ. 1978, με τον οποίο σαφώς καθορίζονται το σχήμα και οι διαστάσεις του Σταυρού και το πλάτος των εννέα ταινιών (λωρίδων). Βάσει του Νόμου αυτού έχουν καθορισθεί συνολικώς 8 μεγέθη σημαιών και ισάριθμα ύψη κοντών, αναλόγως του προορισμού κάθε σημαίας (επί φρουρίων, δημοσίων και δημοτικών κτηρίων, πρεσβειών, κρατικών οχημάτων και οικιών). Έτσι, το μεν μέγεθος των σημαιών κυμαίνεται από 6,48μ. Χ 4,32μ. μέχρι 0,27μ. Χ 0,18μ. και το ύψος των κοντών μεταξύ 12μ. και 2,6μ. Όταν η σημαία υψώνεται σε δημόσια κτήρια, στρατόπεδα, εκπαιδευτικά ιδρύματα κλπ, ο κοντός φέρει στην κορυφή του λευκή σφαίρα και επ' αυτής Σταυρό. Αν η σημαία υψώνεται σε ιδιωτι­κά γραφεία, οικίες, καταστήματα κλπ. τότε ο κοντός φέρει στην κορυφή του κυλινδρικό τεμάχιο που καμπυλώνεται στο άνω μέρος του. Σε περίπτωση αποκαλυπτηρίων προτομών ή αγαλμάτων, αυτά καλύπτονται με κυανόλευκες ταινίες και όχι με τη σημαία. Σε περίπτωση φθοράς της, η σημαία κατα­στρέφεται διά πυρός, βάσει σχετικής διαδικασίας.

Η Ελληνική Σημαία, ως το πλέον ιερό σύμβολο, μας υπενθυμίζει το χρέος μας έναντι του Έθνους και την υποχρέωση μας να θυσιάζουμε τη ζωή μας, υπερασπιζόμενοι την Ελλάδα. Η μεγαλύτερη, λοιπόν, τιμή για κάθε Έλληνα και Ελληνίδα είναι ο θάνατος για την Πατρίδα και τη Σημαία μας.

Οι σημαίες της Τουρκοκρατίας
Οι υπόδουλοι Έλληνες ουδέποτε συμβιβάστηκαν με την οθωμανική κατοχή και, καθώς εξετάζουμε την ιστορία από τον 15ου μέχρι και τον 19ου αιώνα, βλέπουμε ότι πολλές περιοχές επαναστάτησαν κατά των Οθωμανών, με το δικό τους τρόπο και υπό την ηγεσία των τοπικών τους οπλαρχηγών. Οι «επαναστάσεις» όμως αυτές, ανοργάνωτες, ασύντακτες, σποραδικές και ασυντόνιστες, ήταν καταδικασμένες εκ των προτέρων να αποτύχουν, έχοντας ως άμεσο αντίκτυπο την κατάπνιξή τους στο αίμα και την καταβολή ακόμη μεγαλύτερων και πιο δυσβάστακτων φόρων προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Όπως είναι φυσικό, κάθε εξέγερση είχε και τη δική της ιδιόμορφη σημαία, επινόηση των οπλαρχηγών της περιοχής.
            Μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, θα μπορούσαμε να πούμε ότι άρχισε να διαμορφώνεται η εθνική ταυτότητα των Ελλήνων, οι οποίοι στους κόλπους της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας αντιμετωπίζονταν κυρίως θρησκευτικά, όχι εθνικά. Έτσι, άρχισε να σχηματίζεται η έννοια του ελληνικού Έθνους. Η δημιουργία ελληνικής σημαίας ήρθε στο προσκήνιο την αμέσως επόμενη της Αλώσεως: ο ελληνισμός, ακέφαλος και αδιοργάνωτος, έπρεπε να βρει ένα σύμβολο το οποίο θα αναπαριστούσε τη συνοχή με το Βυζάντιο και θα περιέκλειε την εθνική και θρησκευτική ενότητά του. Το πρότυπο του δικέφαλου και, μετέπειτα, μονοκέφαλου αετού κυριαρχούσε σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο αρκετές δεκαετίες μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης, στα φλάμπουρα, τις σημαίες, τις παντιέρες και τα μπαϊράκια των υπόδουλων Ελλήνων, στις φουστανέλες και τα επιστήθια των αρματολών και κλεφτών, διατηρώντας έτσι την ιστορική μνήμη και την αντίσταση προς τον αλλόθρησκο κατακτητή, αλλά και τον άρρηκτο συσχετισμό με την Εκκλησία, η οποία διατήρησε το δικέφαλο αετό ως έμβλημά της μέχρι τις μέρες μας.
            Η πρώτη απ’ αυτές τις σημαίες με το δικέφαλο αετό ήταν η σημαία του πελοποννήσιου κλέφτη Κορκόνδειλα Κλαδά, η οποία ήταν κόκκινη με δικέφαλο αετό στη μέση και υψώθηκε το 1464 στη γενέτειρά του, ενώ από το 1479-1481 και 1481-1482 κυμάτιζε στη Μάνη και τη Χείμαρρα, αντίστοιχα. Έκτοτε, διάφοροι κλεφταρματολοί και άλλοι επαναστάτες ανόρθωναν τη δική τους ιδιότυπη σημαία, με δικέφαλο ή μονοκέφαλο αετό, όπως ο Μερκούριος-Θεόδωρος Μπουά (Ήπειρος, γύρω στα 1490), ο οποίος ήταν και γενικός αρχηγός του Ιππικού του βασιλείου της Γαλλίας, ο Χρήστος Μηλιώνης (Ήπειρος, γύρω στα 1750-1760), ο αρματολός του Παρνασσού Λάμπρος Τσεκούρας, του οποίου η σημαία έφερε και σταυρό (από εδώ βγήκε η λέξη «σταυραετός», η οποία αναφέρεται στα δημοτικά τραγούδια), αλλά και οι Ρουμελιώτες (που αποτελούσαν και τον κορμό της ελληνικής Χερσονήσου), των οποίων η σημαία έφερε αετό, σε συνδυασμό με το σταυρό.
Ωστόσο, καθώς ο καιρός περνούσε και η σκλαβιά ρίζωνε, οι υπόδουλοι Έλληνες άρχισαν να φτιάχνουν δικές τους ξεχωριστές σημαίες, πιο προσωπικές και διαφορετικές από την «αρχέτυπη» βυζαντινή, με ποικιλία χρωμάτων και σχεδίων, οι οποίες όμως – με ελάχιστες εξαιρέσεις – είχαν ένα κοινό σημείο: το Σταυρό ή/και την εικόνα ενός Αγίου. Ο σταυρός ήταν το σύμβολο αυτό που ένωνε τους Έλληνες με τη σκέψη της ελευθερίας και τους συνέδεε με το χριστιανισμό. Ακόμη και στις ξενοκίνητες επαναστάσεις, μαζί με τη σημαία του Αγίου Μάρκου των Ενετών, τη λευκή ρωσική, την τρίχρωμη γαλλική και την ερυθρόλευκη των Ιπποτών της Ρόδου, οι Έλληνες είχαν πάντα μαζί τους τις αυτοσχέδιες σταυροφορούσες σημαίες, οι οποίες ήταν αυτές που τους ενέπνεαν και τους έδιναν κουράγιο να συνεχίσουν το έργο τους. Δεν είναι λίγες φορές που κληρικοί, όντας επικεφαλής εξεγέρσεων, χρησιμοποιούσαν για σημαία το λάβαρο της εκκλησίας.
Από τις «νέες» αυτές σημαίες, η πρώτη που αναφέρεται είναι αυτή των Κρητών, οι οποίοι, ανακηρύσσοντας Δημοκρατία πριν από το 1453, ύψωσαν κόκκινη σημαία με την εικόνα του Απόστολου Τίτου, προστάτη του νησιού. Γνωστή, επίσης, είναι και η σημαία των Σπαχήδων (γνωστοί και ως Ντερεμπέηδες), η οποία ήταν άσπρη, έφερε γαλάζιο σταυρό και τον Άγιο Γεώργιο στη μέση. Οι Σπαχήδες χρησιμοποιούσαν τη σημαία αυτή από το 1431 μέχρι και το 1639 στην περιοχή της Ηπείρου και της Πελοποννήσου και είναι οι μετέπειτα ονομαστοί μισθοφόροι Έλληνες στρατιώτες (stradioti) στη Δύση. Άλλες γνωστές σημαίες που έφεραν μορφές Αγίων ήταν η σημαία των Σουλιωτών (σταυρός με δάφνες με την εικόνα του Αγίου Γεωργίου σε λευκό φόντο), των Πελοποννήσιων (οι στρατηλάτες Άγιος Γεώργιος και Άγιος Δημήτριος και η επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ»), της Πάργας (κόκκινη σημαία με τη βρεφοκρατούσα Παναγία χρυσοκέντητη στο κέντρο), της Λευκάδας (λευκή με τον Άγιο Τιμόθεο και την Αγία Μαύρα), των Μακεδόνων (έφερε τον Άγιο Δημήτριο), της Χειμάρρας (λευκή σημαία με τους ταξιάρχες Μιχαήλ και Γαβριήλ), της Θράκης και της Ρωμυλίας (έφερε τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη).
Από το 1774, μετά τη συνθήκη του Kucuk Kainargi, η ρωσική σημαία κυμάτιζε στα ελληνικά εμπορικά πλοία (η γραικοτουρκική σημαία).
Αλλά και γνωστοί κλέφτες, αρματολοί και οπλαρχηγοί είχαν τις δικές τους σημαίες: Οι αδελφοί Καλλέργη, οι οποίοι κατάγονταν από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Φωκά, στον αγώνα τους κατά των Βενετών στην Κρήτη (1665) χρησιμοποιούσαν το έμβλημα του οικοσήμου του, δηλαδή εννέα παράλληλες γαλάζιες και λευκές γραμμές, με λευκό σταυρό σε γαλάζιο φόντο στην πάνω αριστερή γωνιά (όμοια δηλαδή με την πρώτη επίσημη ναυτική σημαία της Ελλάδας), με την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ».
            Η σημαία των Μαυρομιχαλαίων, οι οποίοι συμμετείχαν κατά την από τη Ρωσία υποκινούμενη επανάσταση του 1769, ήταν λευκή με κυανό σταυρό·τη διατήρησαν μέχρι και τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης. Παρόμοια σημαία χρησιμοποιούσε ο Μελισσηνός Μακάριος, στην οποία το 1770 ο καπετάν Τζιουβάρας πρόσθεσε στο κέντρο του σταυρού στη μια πλευρά την εικόνα του Χριστού και στην άλλη της Παναγίας. Λίγο αργότερα, ο Ζαχαρίας, κλέφτης της Λακωνίας, υψώνει τρίχρωμη σημαία (άσπρο-κόκκινο-μαύρο) με χρυσό σταυρό. Οι οπλαρχηγοί των Αγράφων χρησιμοποιούσαν σημαία με κόκκινο σταυρό.
Ο Ρήγας Φεραίος-Βελεστινλής (1757-1798) χρησιμοποιούσε σημαία με τρεις οριζόντιες γραμμές (κόκκινη, λευκή και μαύρη), με το ρόπαλο του Ηρακλή και τρεις σταυρούς στην επιφάνειά του· την επεξήγησε ο ίδιος στο έργο του Πολίτευμα του Ρήγα, ενώ την ίδια επεξήγηση για τα χρώματα έδωσε κι ο Υψηλάντης στη δική του σημαία (βλέπε πιο κάτω). Ο Λάμπρος Κατσώνης χρησιμοποιούσε τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη σε λευκή σημαία με κυανό σταυρό. Αργότερα, όταν το 1792 η Ρωσία υπόγραψε συνθήκη ειρήνης με την Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνέχισε τον αγώνα της λευτεριάς και ύψωσε στο Πόρτο Κάγιο της Μάνης τη δική του σημαία, η οποία ήταν τρίχρωμη (κόκκινο, μαύρο, μπλε) και έφερε χιαστί δύο ναυτικές σπάθες, τρεις καρδιές σε κάθε λωρίδα και τη φράση LAMBRO CAZZONI PRINCIPE DI MAINA E LIBERATO DELLA GRECIA (Λάμπρος Κατσώνης, πρίγκηψ της Μάνης και ελευθερωτής της Ελλάδος). Οι Κολοκοτρωναίοι, από τα τέλη του 18ου αιώνα, χρησιμοποιούσαν άσπρη σημαία με γαλάζιο σταυρό (σταυρός του Αγίου Ανδρέα), την οποία από το 1806 χρησιμοποιούσε και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Ο σκιαθίτης αρματολός Γιάννης Σταθάς χρησιμοποιούσε στο στολίσκο του κατά τα 1800 μια γαλανή σημαία με ένα λευκό φαρδύ σταυρό στο κέντρο, όμοια με την πρώτη επίσημη σημαία ξηράς της Ελλάδας. Ο Μάρκος Μπότσαρης στο Σούλι υψώνει στις 26 Οκτωβρίου του 1820 λευκή σημαία με τον Άγιο Γεώργιο και την επιγραφή «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΠΑΤΡΙΣ» με δάφνη στη μέση. Αλλά και πολλοί άλλοι χρησιμοποίησαν σημαίες με γαλάζιο σταυρό, ο οποίος είτε στηριζόταν σε ανεστραμμένο μισοφέγγαρο είτε είχε στη μέση μια ανθισμένη δάφνη, παράλληλα με τις επιγραφές «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ» ή «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ». Τέλος, να αναφέρουμε ότι άγνωστος καπετάνιος σχεδίασε άσπρο σταυρό πάνω σε μαύρο πανί, θέλοντας να παραστήσει την αδούλωτη ελληνική ψυχή, η οποία, παρά το ότι ήταν σκλαβωμένη (μαύρο), πολεμούσε (σταυρός) και πρόσμενε στη λύτρωση και αναγέννησή της (λευκό).
            Άξια μνείας είναι η ιστορία της σημαίας του σουλιώτη Τούσια Μπότσαρη, ο οποίος λίγο πριν την Επανάσταση είχε σημαία, δώρο της Μεγάλης Αικατερίνης, κίτρινη μεταξωτή κεντημένη με κρουστό πορφυρό μετάξι με παράσταση του Αγίου Γεωργίου στη μια πλευρά και του Αγίου Δημητρίου στην άλλη, με την επιγραφή «ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΠΥΡΡΟΥ», την οποία και χρησιμοποίησε κατά τη δράση του εναντίον του Αλή Πασά και κατά την πολιορκία του Μεσολογγίου. Κατά την ηρωική έξοδο, η όμορφη αυτή σημαία περιήλθε στα χέρια του Κίτσου Τζαβέλλα, ο οποίος τη μετέφερε στην Ύδρα. Το 1832 την πήρε ο Κώστας Βέικος, για να την επιστρέψει το 1859 στους Τζαβελλαίους, οι οποίοι τελικά την παρέδωσαν στην οικογένεια του Μπότσαρη στο Μεσολόγγι.
Οι σημαίες της Επανάστασης
Προτού ξεκινήσουμε την αναφορά μας στις σημαίες της ελληνικής Επανάστασης, κατ’ αρχάς oφείλουμε να τονίσουμε ότι η Επανάσταση δεν ξεκίνησε σε όλη την Ελλάδα ταυτόχρονα σε μια μέρα και σε όλες τις περιοχές (χερσαίες και νησιώτικες), αλλά συνέβηκε έπειτα από μερικά γεγονότα, τα οποία ραγδαία επεκτάθηκαν στις γύρω περιοχές, αν και η επίσημη ημερομηνία της εξέγερσης είχε οριστεί η Παρασκευή 25 Μαρτίου 1821, όταν θα εορταζόταν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Επίσης, στην παγίωση του «μύθου» της Αγίας Λαύρας συνέβαλε η συγγραφή το 1824 της Ιστορίας της Ελληνικής Επανάστασης από το Γάλλο ιστορικό Francois Pouqueville, ο οποίος διηγήθηκε φανταστικές λεπτομέρειες από τη δοξολογία και την «έναρξη» της Επανάστασης, υπερθεματίζοντας τον Παλαιών Πατρών Γερμανό (προσωπικό του γνωστό) και το θρησκευτικό στοιχείο. Επιπλέον, να εξηγήσουμε ότι ο όρος «σημαίες της Επανάστασης»  περιλαμβάνει τις ιδιαίτερες σημαίες κάθε περιοχής, οι οποίες βρίσκονταν σε χρήση κυρίως κατά τον πρώτο χρόνο του αγώνα, καθώς από το 1822 και εντεύθεν θεσπίζεται ειδικός νόμος αναφορικά με τη χρήση συγκεκριμένου είδους σημαίας, με σκοπό να υπάρχει οργανωμένη χρήση της. Αυτό όμως δε σημαίνει και ότι έπαψαν να υφίστανται ανυπερθέτως οι σημαίες της Επανάστασης μετά το 1822.
            Κατά το πρώτο έτος της Επανάστασης δεν υπήρχε ενιαία διοίκηση και, συνεπώς, ένα ενιαίο σύμβολο του αγώνα, και έτσι ο κάθε οπλαρχηγός, εμπνευσμένος από το πάθος της ελευθερίας, τις ιστορικές του γνώσεις, τη θρησκευτική του προσήλωση, την προσωπική του φαντασία, τις οικογενειακές του παραδόσεις και το μίσος για τους Τούρκους, χρησιμοποιούσε τη δική του σημαία. Όλες, όμως, έφεραν το σημάδι του σταυρού (ένδειξη θρησκευτικής ευλάβειας), ενώ μερικές απ’ αυτές έφεραν την κουκουβάγια (σύμβολο σοφίας) ή τον αετό (σύμβολο ελευθερίας). Σύνηθες σύμβολο ήταν και ο αναγεννώμενος Φοίνικας, όπως επίσης και το φίδι, κλαδιά δάφνης και άγκυρες (για τα νησιά). Οι αγωνιστές χρησιμοποιούσαν προσφιλείς κλασικές ρήσεις όπως «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», «ΜΑΧΟΥ ΥΠΕΡ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΠΑΤΡΙΔΟΣ», «(Η) ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ», «ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΝΙΚΑ», «ΜΕΘ’ ΗΜΩΝ Ο ΘΕΟΣ», «Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ», «ΕΚ ΤΗΣ ΣΤΑΚΤΗΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ»  κ.τ.λ. Η εμμονή στην παρουσία του σταυρού, όμως, δεν οφειλόταν μόνο στο βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα των Ελλήνων, αλλά αποτελεί και μια προσπάθεια ετεροπροσδιορισμού προς την τουρκική ημισέληνο, η οποία κι αυτή κυριαρχεί στις σημαίες των Οθωμανών.
            Η παλαιότερη από τις επαναστατικές σημαίες, αν εξαιρέσουμε τις ήδη υπάρχουσες πριν από την Επανάσταση, ήταν αυτή της Φιλικής Εταιρείας. Κατασκευάστηκε με τις οδηγίες του Παλαιών Πατρών Γερμανού από λευκό ύφασμα και έφερε τα σύμβολα του εφοδιαστικού των ιερέων της Φιλικής Εταιρείας (τον ιερό δεσμό με τις 16 στήλες) και πάνω από αυτό κόκκινο σταυρό, περιβαλλόμενο από στεφάνι κλαδιών ελιάς· κάτω από το σταυρό υπήρχαν δύο λογχοφόρες σημαίες με τα αρχικά ΗΕΑ και ΗΘΣ (Ή Ελευθερία ή Θάνατος). Παραλλαγές και προσθήκες (ανεστραμμένη ημισέληνος, φίδι, σταυρός, κουκουβάγια κ.τ.λ) στο εφοδιαστικό των ιερέων βρίσκουμε σε διάφορες σημαίες. Το Αχαϊκόν Διευθυντήριον φρόντισε να κατασκευάσει και να διανείμει αρκετές Φιλικές σημαίες στα στρατόπεδα της Πελοποννήσου. Μία από αυτές ύψωσε ο Γεώργιος Σισίνης το 1821 στην Ήλιδα, τη μοναδική που σώζεται σήμερα (συλλογή Εθνικού Ιστορικού Μουσείου). Σ’ αυτήν τη σημαία ορκίζονταν, ενώπιον του ιερέα και του ευαγγελίου, οι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία και αυτή αρχικά προοριζόταν για να καθιερωθεί ως επίσημη σημαία της Επανάστασης και, μετέπειτα, του Ελληνικού κράτους .
            Όταν στις 19 Ιανουαρίου του 1821 οργανώθηκε η πρώτη διοίκηση (Άρειος Πάγος Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος) και συστάθηκε το πρώτο πολίτευμα, χρησιμοποιήθηκε σημαία που παραπέμπει στην αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία· έφερε τρεις κάθετες γραμμές (πράσινη-λευκή-μαύρη) και τρεις αλληγορικές φιλικές παραστάσεις: το σταυρό (πίστη και ελπίδα για τη δίκαιη υπόθεση του Γένους), τη φλεγόμενη καρδία (αγνότητα του σκοπού της Επανάστασης και φλόγα για την ελευθερία) και την άγκυρα (σταθερότητα στον τελικό σκοπό και απόφαση για θυσία).
Η πρώτη, όμως, σαφώς επαναστατική σημαία είναι αυτή που υψώθηκε στο Ιάσιο της Μολδαβίας στις 22 Φεβρουαρίου του 1821 από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και ευλογήθηκε από το Μητροπολίτη Βενιαμίν στη Μονή των Τριών Ιεραρχών τέσσερις μέρες μετά·, η τρίχρωμη αυτή σημαία (μαύρο-άσπρο-κόκκινο) είχε προταθεί από το Νικόλαο Υψηλάντη και άλλους Φιλικούς. Από τη μια πλευρά έφερε το μυθικό αναγεννώμενο φοίνικα με την επιγραφή «ΕΚ ΤΗΣ ΣΤΑΚΤΗΣ ΜΟΥ ΑΝΑΓΕΝΝΩΜΑΙ» , ενώ από την άλλη έφερε ερυθρό σταυρό πλαισιωμένο από στεφάνι δάφνης και την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», και η επεξήγησή της περιγράφεται στους Νόμους Στρατιωτικούς (άρθρα ΙΑ΄ και ΙΒ΄).
Με τη σημαία αυτή πολέμησε και θυσιάστηκε ο Ιερός Λόχος στο Δραγατσάνι και μ’ αυτή έγινε ολοκαύτωμα στη Μονή του Σέκου ο Γεωργάκης Ολύμπιος (2 Σεπτεμβρίου του 1821). Παραλλαγή της σημαίας ήταν η πίσω πλευρά, αντί της δάφνης, να φέρει τους Αγίους Κωνσταντίνο και Ελένη. Αυτή τη σημαία έφεραν και οι Μαυροφόροι του Υψηλάντη, το πρώτο τακτικό ελληνικό στρατιωτικό σώμα της Ανεξαρτησίας· γι’ αυτούς, το λευκό συμβόλιζε την αδελφότητα, το κόκκινο τον πατριωτισμό και το μαύρο τη θυσία. Παρόμοια σημαία υψώθηκε και στον Πύργο του Ζαφειράκη, κατά την εξέγερση της Νάουσας το 1822, μετά το τέλος της δοξολογίας, ενώ διάφοροι άλλοι οπλαρχηγοί προσέθεσαν την επιγραφή «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ».
Είναι ιδιαίτερα σημαντική η παρουσία του αναγεννώμενου φοίνικα στη σημαία του Υψηλάντη: ο Φοίνικας, μυθικό πτηνό της Αραβίας, είχε μορφή αετού με ερυθρόχρυσα φτερά και κύκλο ζωής γύρω στα 500 χρόνια· όταν αντιλαμβανόταν το θάνατό του, έκανε φωλιά από αρωματικά ξύλα, τα οποία άναβαν οι καυστικές ακτίνες του ήλιου και καιγόταν μαζί μ’ αυτά. Λίγες ώρες μετά, αναγεννιόταν από τις στάχτες του. Παρόλο όμως το βαθυστόχαστο νόημα της σημαίας αυτής, δε χρησιμοποιήθηκε στην κυρίως Ελλάδα, γιατί άλλοι δύο πολέμαρχοι, ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου και ο Σάββας Φωκιανός, χρησιμοποίησαν διαφορετικές σημαίες, ο μεν πρώτος κυανή με την Αγία Τριάδα και τους Άγιους Γεώργιο και Δημήτριο και κάτω, με χρυσά γράμματα, «ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», ο δε Φωκιανός άσπρη σημαία με τον Εσταυρωμένο. Παράλληλα, όταν η Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου έφερε στο προσκήνιο το θέμα της καθιέρωσης σημαίας, αποφασίστηκε να μη χρησιμοποιηθεί η σημαία αυτή λόγω του αφορισμού που υπέστη ο Αλέξανδρος Υψηλάντης από τον οικουμενικό Πατριάρχη Γρηγόριο Ε΄ (μετά από αφόρητες πιέσεις και απειλές από την Πύλη για μαζικές σφαγές Ελλήνων), αλλά και λόγω των φιλικών συμβόλων που έφερε.
            Στις 21 Μαρτίου του 1821, ο Ανδρέας Λόντος στην Πάτρα καταλαμβάνει το φρούριο της πόλης με κόκκινη σημαία με μαύρο σταυρό στη μέση, η οποία και
αργότερα ευλογήθηκε στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό, μέσα σε ζητωκραυγές του λαού. Είναι εμφανής η ομοιότητά της με μια παλιά βυζαντινή σημαία. Η παράδοση φέρει τους οχυρωμένους Τούρκους να τη βλέπουν και, ξεγελασμένοι από το χρώμα της, να τρέχουν προς βοήθεια των Ελλήνων, μιας και νόμισαν ότι ήταν Λαλιώτες Τούρκοι, αφήνοντας έτσι τους επαναστατημένους Έλληνες να πλησιάσουν ανενόχλητοι το Φρούριο.
            Την ίδια μέρα (κατ’ άλλους στις 17 ή 23 του Μάρτη), οπλαρχηγοί, πρόκριτοι, προεστοί, αρχιερείς και πολυάριθμα παλικάρια συγκεντρώνονται στη Μονή της Αγίας Λαύρας, έχοντας ως λάβαρο τη χρυσοκέντητη εικονισματοποδιά της Κοίμησης της Θεοτόκου που κοσμούσε την Ωραία Πύλη του ναού της Μονής, την οποία – σύμφωνα με την παράδοση – ύψωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, ορκίζοντάς τους.
Οι επαναστάτες ορκίζονται και ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ευλογεί τη σημαία του Αγώνος (Αθήνα, Εθνική Πινακοθήκη).
Το λάβαρο της Αγίας Λαύρας, το οποίο φυλάσσεται στο θησαυροφυλάκιο της Μονής, είναι βυσσινί, κεντημένο με ασημένια και χρυσή κλωστή και στολισμένο με μαργαρίτες, με χρυσά κρόσσια ολόγυρα. Σε λίγες ώρες, οι ξεσηκωμένοι ραγιάδες κυριεύουν τα γειτονικά Καλάβρυτα, ενώ στις 24 Μαρτίου εισέρχονται στην Πάτρα ο Μπενιζέλος Ρούφος, ο Ασημάκης Ζαΐμης και άλλοι οπλαρχηγοί, μαζί με τον Επίσκοπο Γερμανό, ο οποίος υψώνει στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου ένα μεγάλο ξύλινο σταυρό, σύμβολο της Επανάστασης, υπό τις ιαχές και ενθουσιώδεις κραυγές των Ελλήνων, καθώς οι οπλαρχηγοί μοίραζαν εθνόσημα από κόκκινο ύφασμα με κυανό σταυρό. Την επόμενη μέρα, το Επαναστατικόν Διευθυντήριον στην Πάτρα απευθύνει περήφανη ανακοίνωση προς τους αντιπροσώπους των ευρωπαϊκών κρατών που βρίσκονταν στην πόλη, δηλώνοντας περίτρανα το σκοπό και τους στόχους της Επανάστασης.
Οι Καλαρρυτήνοι της Ηπείρου είχαν λευκή σημαία με κόκκινο σταυρό. Οι Βαρβιτσιώτες, οπλαρχηγοί της Πελοποννήσου, είχαν την τρίχρωμη σημαία του Υψηλάντη μαζί με γαλάζιο σταυρό. Ο Εμμανουήλ Παππάς των Σερρών, ο οποίος και κήρυξε την Επανάσταση στις Καρυές του Αγίου Όρους, ο οπλαρχηγός της Θεσσαλομαγνησίας, Μήτρος Λιακόπουλος, και ο πρόκριτος της Νάουσας, Λογοθέτης Ζαφειράκης, χρησιμοποιούσαν λευκή σημαία με τον Άγιο Γεώργιο. Επίσης, ο Δημήτριος Πλαπούτας χρησιμοποιούσε άσπρη σημαία με γαλάζιο σταυρό και στις τέσσερις γωνιές του ήταν γραμμένο το ΙΧΝΚ (Ιησούς Χριστός Νικά). Ο Αθανάσιος Διάκος είχε λευκή σημαία, με τον Άγιο Γεώργιο στη μέση και την επιγραφή «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Η ΘΑΝΑΤΟΣ»·σύμφωνα με την παράδοση, την έφτιαξε στη Μονή του Οσίου Λουκά, παρόντων των Επισκόπων Ταλαντίου Νεόφυτου και Σαλώνων Ησαΐα. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, όπως προαναφέραμε, χρησιμοποιούσε τη σημαία της οικογένειάς του, η οποία ήταν λευκή με γαλάζιο σταυρό στη μέση. Στην Τρίπολη, σύμφωνα με την παράδοση, ο Γρηγόριος Δίκαιος Παπαφλέσσας έσχισε το βαθύ γαλάζιο εσώρασό του (το επονομαζόμενο αντερί), σχημάτισε ένα τετράγωνο και διέταξε το πρωτοπαλίκαρό του και γνωστό αγωνιστή, Παναγιώτη Κεφαλά, να σχίσει δύο λουρίδες από την άσπρη φουστανέλα του, έτσι ώστε να σχηματίζουν σταυρό. Η σημαία αυτή, η οποία και από πολλούς θεωρείται ότι αποτέλεσε τη βάση της πρώτης επίσημης σημαίας του ελληνικού κράτους, υψώθηκε σ’ ένα ξέφρενο πανηγυρισμό στο τουρκικό διοικητήριο της ελεύθερης πλέον πόλης.
Η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα, η γνωστότερη (μαζί με τη Μαντώ Μαυρογένους) γυναίκα του αγώνα, χρησιμοποιούσε σημαία η οποία είχε κόκκινο περίγυρο, μπλε φόντο και έφερε βυζαντινό μονοκέφαλο αετό και στο κάτω μέρος της το φοίνικα και την άγκυρα. Ο Μάρκος Μπότσαρης, αμέσως μετά την έναρξη της Επανάστασης, αρχίζει να χρησιμοποιεί κατάλευκη σημαία με κυανό σταυρό πλαισιωμένο από δάφνη. Στις 28 Απριλίου του 1821, ένοπλοι των περιχώρων της Αθήνας υψώνουν στο Διοικητήριο της πόλης μια λευκή σημαία με κόκκινο σταυρό,  στην πάνω αριστερή πλευρά έφερε τη γλαύκα της Αθηνάς, ενώ στη δεξιά δύο άγρυπνους οφθαλμούς. Κάτω, ήταν γραμμένη η φράση «Η ΤΑΝ Η ΕΠΙ ΤΑΣ» και στη μέση υπήρχαν οι 16 κόκκινες γραμμές, ο ιερός δεσμός της Φιλικής Εταιρείας. Στη Θετταλομαγνησία, η οποία επαναστάτησε υπό τον Άνθιμο Γαζή και τους οπλαρχηγούς Βασδέκη, Γαρέφη, Κώστα Βελή, Νικόλαο Στουρνάρη και Γάτσο Αγγελή, κυριαρχούσε η σημαία του πρώτου, η οποία ήταν λευκή και έφερε κόκκινο σταυρό στο κέντρο και τέσσερις μικρότερους σταυρούς στα τέσσερα λευκά τετράγωνα της σημαίας. Ο Μακεδόνας αγωνιστής Νικόλαος Τσάμης χρησιμοποιούσε μια λευκή σημαία, με γαλάζιο σταυρό, η οποία στα δύο αριστερά της τετράγωνα έγραφε «ΣΗΜΕΑ ΕΛΗΝΗΚΗ» και «ΝΗΚΟΛΑ ΤΣΑΜΗΣ».
Πηγή: www.apodimos.com

Η εθνική σημαία της Ελλάδος περιέχει εννέα ισοπαχείς, οριζόντιες και εναλλασσόμενες λευκές και κυανές παράλληλες γραμμές. Μέσα σε ένα κυανό τετράγωνο στο πάνω προσίστιο μέρος, υπάρχει ένας λευκός ισόκερος σταυρός. Ο σταυρός αυτός αν και πανάρχαιος ελληνικός, σύμβολο δυϊσμού, για πολλούς παραπέμπει στην κρατούσα ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία.
Το 1822, μόλις ένα χρόνο μετά την διακήρυξη της ανεξαρτησίας και το ξεκίνημα του αγώνα των Ελλήνων, γίνεται η Α´ Εθνική Συνέλευση στην Επίδαυρο. Το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος» που προέκυψε από αυτή την συνέλευση, είναι ουσιαστικά το πρώτο ελληνικό σύνταγμα. Στις παραγράφους ρδ’ και ρε’ υπάρχει η πρώτη απόφαση για τη μορφή της ελληνικής σημαίας. Το Πολίτευμα καθιέρωσε τα χρώματα κυανό και λευκό και ανέθεσε στο Εκτελεστικό Σώμα να προσδιορίσει τη μορφή της.
Σύμφωνα με μια θεωρία θέλησαν να αποφύγουν το κόκκινο και το πράσινο, χρώματα δηλαδή που συνδέονταν με την ισλαμική Οθωμανική Αυτοκρατορία. Σύμφωνα με άλλη θεωρία, η επιλογή των χρώματων έγιναν για να συμβολίζει το γαλάζιο της θάλασσας του Αιγαίου και το λευκό των κυμάτων. Η πιο διαδεδομένη θεωρία για το πλήθος των λωρίδων, είναι ότι συμβολίζουν τις συλλαβές της φράσης «ελευθερία ή θάνατος», οι πέντε κυανές τις συλλαβές Ε-λευ-θε-ρί-α και οι τέσσερεις λευκές ή θά-να-τος.
Οι θεωρίες για την επιλογή των χρωμάτων και το συμβολισμό των λωρίδων κρίνονται συχνά ως λαϊκοί θρύλοι. Ωστόσο, πολλές από τις σημαίες της επανάστασης έφεραν μία από τις φράσεις «Ελευθερία ή Θάνατος», «Ή ΤΑΝ Ή ΕΠΙ ΤΑΣ», ή «ΝΙΚΗ Ή ΘΑΝΑΤΟΣ».
Στις 15 Μαρτίου 1822 εκδόθηκε η απόφαση 540 του εκτελεστικού, υπογεγραμμένη από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο, πρόεδρο του. Το διάταγμα όριζε για τις σημαίες ότι:
α) των μεν κατά γην δυνάμεων η σημαία, σχήματος τετραγώνου, θα είχεν εμβαδόν κυανούν, το οποίο θα διηρείτο εις τέσσαρα ίσα τμήματα από άκρων έως άκρων του εμβαδού
β) η δε κατά θάλασσαν σημαία θα ήτο διττή’ μία διά τα πολεμικά και άλλη διά τα εμπορικά πλοία. Και της μεν διά τα πολεμικά πλοία το εμβαδόν θα διηρείτο ες εννέα οριζόντια παραλληλόγραμμα, παραμειβομένων εις αυτά των χρωμάτων λευκού και κυανού’ εις την άνω δε προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού εσχηματίζετο τετράγωνον κυανόχρουν, διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός σταυρού λευκοχρόου. Της δε διά τα εμπορικά πλοία διωρισμένης το εμβαδό θα ήτο κυανούν’ εις την άνω προς τα έσω γωνίαν τούτου του εμβαδού εσχηματίζετο ωσαύτως τετράγωνον λευκόχρουν και διηρημένον εν τω μέσω δι’ ενός σταυρού κυανοχρόου.
Σύμφωνα με κείμενο στο ιστορικό αρχείο της Εθνικής Βιβλιοθήκης Αθηνών υπ’ αριθμόν 8711, η πρώτη σημαία που υψώθηκε στα Καλάβρυτα «έφερεν άνωθεν σταυρόν, με γραμμάς κάτωθεν αυτού 16, κατά το σύνθημα της Εταιρείας των Φιλικών, και με την επιγραφήν ή ελευθερία ή θάνατος. Κατόπιν δε ο Ν. Σολιώτης έλαβε προσφερθείσαν αυτώ παρά της μονής Αγίας Λαύρας την χρυσοκέντητων επί των Χριστιανών αυτοκρατόρων σημαίαν της μονής, φέρουσα εξ ενός την Ανάστασιν και ετέρωθεν τον άγιον Γεώργιον. Σώζονται δε ως παρακαταθήκαι μετά τον Αγώνα παρά του Σολιώτου εις τη ρηθείσαν μονήν αμφότεραι αυταί αι σημαίαι».
Η πρώτη ελληνική σημαία με τη σημερινή της μορφή (κυανό φόντο και λευκός σταυρός) σχεδιάστηκε, ευλογήθηκε και υψώθηκε το 1807στη Μονή Ευαγγελιστρίας στη Σκιάθο. Σ’ αυτή ο Νήφων όρκισε τους οπλαρχηγούς Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, Ανδρέα Μιαούλη, Παπαθύμιο Βλαχάβα, Γιάννη Σταθά, Νικοτσάρα, τον Σκιαθίτη διδάσκαλο του Γένους Επιφάνιο-Στέφανο Δημητριάδη, τους Λαζαίους, τον Καρατάσο, τον Λιόλιο, τον Τσάμη, τον Νικοτσαρά και πολλούς άλλους. Οι καπεταναίοι είχαν συγκεντρωθεί στο Μοναστήρι για να σχεδιάσουν τις επόμενες κινήσεις τους για την Επανάσταση. Παραλλαγή της ήταν η σημαία του Παπαφλέσσα, φτιαγμένη από το μπλε εσωτερικό του ράσου του και την φουστανέλα ενός συμπολεμιστή του.
Επί Όθωνα προστέθηκαν στη σημαία του στρατού ξηράς και του πολεμικού ναυτικού τα βασιλικά παράσημα. Η εμπορική σημαία ορίστηκε να είναι σαν την σημαία του πολεμικού ναυτικού, αλλά χωρίς τα παράσημα. Το κυανό χρώμα της σημαίας σκούρυνε προκειμένου να ταυτίζεται τα χρώματα της Βαυαρίας, από τον βασιλικό οίκο της οποίας προερχόταν ο Όθωνας. Το 1862 με την κατάλυση της βασιλείας του Όθωνα, αφαιρέθηκαν απ’ τις σημαίες τα βασιλικά παράσημα.
Επί Γεωργίου Α΄ προστέθηκε στις σημαίες στρατού και πολεμικού ναυτικού το βασιλικό στέμμα. Το 1864, ορίστηκε η σημαία του πεζικού να φέρει στο κέντρο της εικόνα του Αγίου Γεωργίου, προστάτη του πεζικού.
Στις 31 Μαΐου 1914 εκδόθηκε βασιλικό διάταγμα που όριζε με ακρίβεια τη μορφή των σημαίων, χωρίς να μεταβάλλει τα βασικά χαρακτηριστικά που ήδη είχαν. Ορίστηκε επίσης σημαία που θα χρησιμοποιείτε από υπουργεία, πρεσβείες, δημόσιες ή δημοτικές υπηρεσίες και φρούρια. Ακόμη όρισε οτι η σημαία του εμπορικού ναυτικού είναι και η εθνική σημαία, αυτή δηλαδή που επιτρεπόταν να υψώνουν και οι ιδιώτες.
Στις 25 Μαρτίου 1924 τα Υπουργεία Στρατιωτικών και Ναυτικών αφαίρεσαν τα στέμματα από τις σημαίες, εκτελώντας το ψήφισμα της Δ΄ Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης στην Αθήνα «Περί ανακηρύξεως τής Δημοκρατίας».
Στις 20 Φεβρουαρίου 1930 νέο διάταγμα για τη μορφή της Σημαίας, ορίζει ότι η κλίμακα της εθνικής σημαίας είναι 2:3. Η επίσημη σημαία είναι «κυανούν ορθογώνιο, με αναλογίες διαστάσεων επίσης 2:3, το οποίο διαιρείται σε τέσσερα ίσα ορθογώνια δι’ ορθίου λευκού σταυρού, του οποίου αι κεραίαι έχουσι πλάτος ίσον προς το 1/5 του πλάτους της σημαίας». Η επίσημη σημαία ορίστηκε να χρησιμοποιείται από υπουργεία πρεσβείες, δημόσιες ή δημοτικές υπηρεσίες και φρούρια και η εθνική σημαία από πολεμικά και εμπορικά πλοία, ναυτικά και λιμενικά καταστήματα και ιδρύματα, από τα προξενεία και από τους ιδιώτες. Το διάταγμα όριζε ακόμη η σημαία του πεζικού να χρησιμοποιείται από τα συντάγματα πεζικού και ευζώνων, και στο κοντάρι της να έχει χρυσή σφαίρα που φέρει άνω μικρό σταυρό, εμπρός τον αριθμό του συντάγματος και πίσω το γράμμα Π.
Στις 10 Οκτωβρίου του 1935 επαναφέρονται τα στέμματα στις σημαίες με το ψήφισμα της Ε΄ Εθνικής Συνέλευσης στην Αθήνα «Περί καταργήσεως τής αβασιλεύτου Δημοκρατίας».
Το 1967 η Δικτατορία των Συνταγματαρχών αφαιρεί το στέμμα από τις σημαίες, και το 1969 με νέο ψήφισμα καταργείται η σημαία του πεζικού και καθιερώθηκε ως επίσημη σημαία η σημαία του ναυτικού. Στις 18 Αυγούστου του 1970 αλλάζει η αναλογία της σημαίας από 2:3 σε 7:12.
Μετά τη Μεταπολίτευση, ο Νόμος 48/1975 «Περί τής εθνικής σημαίας τής Ελλάδος καί τού εμβλήματος τής Ελληνικής Δημοκρατίας» και το Προεδρικό Διάταγμα 515/1975 ρυθμίζουν με λεπτομέρειες την μορφή και τις διαστάσεις της σημαίας.
Ο Νόμος 851/21-12-1978 (ΦΕΚ 233 τ. Α΄) «Περί εθνικής Σημαίας, των Πολεμικών Σημαιών καί του Διακριτικού Σήματος τού Προέδρου τής Δημοκρατίας» καθόριζει την επίσημη εθνική σημαία που χρησιμοποιούμε μέχρι σήμερα, καθώς και τις τεχνικές και τυπικές προδιαγραφές της. Η κλίμακα της σημαίας αλλάζει πάλι σε 2:3, όπως φαίνεται από τις διαστάσεις που προβλέπονται (π.χ. 432:648 ή 90:135). Στο άρθρο 9, καταργούνται οι διατάξεις των προηγούμενων ετών (1967, 1969, 1971, 1973, 1975). Η επίσημη σημαία, ίδια με τη σημαία του στρατού ξηράς, καταργείται με αυτόν τον νόμο και αντικαθίσταται πλήρως από την εθνική σημαία. Η σημαία αναρτάται πάνω σε λευκό κοντό στη κορυφή του οποίου υπάρχει (σε συγκεκριμένες περιπτώσεις) λευκός σταυρός.
Το 1980, το Προεδρικό Διάταγμα 348/17-4-1980 (ΦΕΚ 98 τ. Α΄), καθορίζει με λεπτομέρειες τις προδιαγραφές για τις πολεμικές σημαίες. Η σημαία της Πολεμικής Αεροπορίας φέρει στο κέντρο του σταυρού την εικόνα του Αρχάγγελου Μιχαήλ.
Η Ελληνική σημαία γιορτάζει και τιμάται στις 27 Οκτωβρίου, παραμονή της επετείου του ΟΧΙ.
Η ιδιαιτερότητα της σημαίας της Ελλάδας είναι ότι παρ’ ότι μία σημαία ενός κράτους αντιπροσωπεύει το σύνολο του Ελληνισμού, δηλαδή των Ελλήνων, είτε αυτή ζουν, είτε όχι στην Ελλάδα. Για παράδειγμα στην Κύπρο δίπλα στην κρατική σημαία της Κυπριακής Δημοκρατίας συχνά συναντάται και η εθνική ελληνική σημαία. Μάλιστα σε μερικούς θεσμούς όπως η εκπαίδευση και ο στρατός η παρουσία της ελληνικής σημαίας είναι επίσημη και θεσμοθετημένη.
Πηγή: wikipedia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: